Κυριακή 2 Ιουλίου 2017 - Κυρ. δ΄ Ματθαίου (Ματθ. η΄ 5-13)5 Εἰσελθόντι δὲ αὐτῷ εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων· 6 Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος. 7 καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν. 8 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἑκατόνταρχος ἔφη· Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. 9 καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ᾿ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ. 10 ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. 11 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, 12 οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. 13 καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῳ· ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
5 Κι ὅταν ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στήν Καπερναούμ, ἦλθε κοντά του ἕνας ἑκατόνταρχος, ὁ ὁποῖος τόν παρακαλοῦσε καί τοῦ ἔλεγε: 6 Κύριε, ὁ δοῦλος μου εἶναι κατάκοιτος καί παράλυτος στό σπίτι καί βασανίζεται ἀπό τρομερούς πόνους.7 Ὁ Ἰησοῦς τότε τοῦ λέει: Θά ἔλθω ἐγώ στό σπίτι σου καί θά τόν θεραπεύσω. 8 Κι ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ ἀποκρίθηκε: Κύριε, δέν εἶμαι ἄξιος νά εἰσέλθεις κάτω ἀπό τή στέγη τοῦ σπιτιοῦ μου. Ἀλλά πές αὐτό πού θέλεις μόνο μ’ ἕναν ἁπλό λόγο, καί θά γιατρευθεῖ ὁ δοῦλος μου. 9 Διότι κι ἐγώ ἄνθρωπος εἶμαι κάτω ἀπό ἐξουσία καί παίρνω διαταγές ἀπό ἀνωτέρους, ἀλλά κι ἔχω στίς διαταγές μου στρατιῶτες· καί λέω σ’ ἕνα στρατιώτη: πήγαινε· καί πηγαίνει. Καί σ’ ἄλλον λέω, ἔλα, κι ἔρχεται. Καί στό δοῦλο μου λέω, κάνε αὐτό, καί τό ἐκτελεῖ. Πόσο μᾶλλον θά ἐκτελεσθεῖ ὁ δικός σου λόγος. Διότι ἐσύ δέν εἶσαι κάτω ἀπό τίς διαταγές κανενός, ἀλλά ἔχεις ἐξουσία πάνω σέ ὅλες τίς ἀόρατες δυνάμεις! 10 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἄκουσε τά λόγια του αὐτά, θαύμασε καί εἶπε σ’ ἐκείνους πού τόν ἀκολουθοῦσαν: Ἀληθινά σᾶς λέω, τόσο μεγάλη πίστη δέν βρῆκα οὔτε ἀνάμεσα στούς Ἰσραηλίτες, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὁ ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ. 11 Σᾶς διαβεβαιώνω λοιπόν ὅτι πολλοί σάν τόν ἑκατόνταρχο θά ἔλθουν ἀπό ἀνατολή καί δύση, ἀπ’ ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου, καί θά καθίσουν μαζί μέ τόν Ἀβραάμ, τόν Ἰσαάκ καί τόν Ἰακώβ στό εὐφρόσυνο δεῖπνο τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. 12 Ἐνῶ ἐκεῖνοι πού κατάγονται ἀπό τόν Ἀβραάμ καί σύμφωνα μέ τίς ἐπαγγελίες καί ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ εἶναι κληρονόμοι τῆς βασιλείας, θά ριχθοῦν ἔξω ἀπ’ αὐτήν, στό σκοτάδι πού εἶναι τελείως ἀπομακρυσμένο ἀπό τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ θά κλαῖνε καί θά τρίζουν τά δόντια τους. 13 Καί εἶπε ὁ Ἰησοῦς στόν ἑκατόνταρχο: Πήγαινε στό σπίτι σου κι ἄς γίνει σέ σένα ὅπως τό πίστεψες (ὅτι δηλαδή μόνο μέ τό λόγο μου καί ἀπό μακριά μπορῶ νά θεραπεύσω τό δοῦλο σου). Καί πράγματι ἐκείνη τή στιγμή θεραπεύθηκε ὁ δοῦλος του.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
5 Κι ὅταν ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στήν Καπερναούμ, ἦλθε κοντά του ἕνας ἑκατόνταρχος, ὁ ὁποῖος τόν παρακαλοῦσε καί τοῦ ἔλεγε: 6 Κύριε, ὁ δοῦλος μου εἶναι κατάκοιτος καί παράλυτος στό σπίτι καί βασανίζεται ἀπό τρομερούς πόνους.7 Ὁ Ἰησοῦς τότε τοῦ λέει: Θά ἔλθω ἐγώ στό σπίτι σου καί θά τόν θεραπεύσω. 8 Κι ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ ἀποκρίθηκε: Κύριε, δέν εἶμαι ἄξιος νά εἰσέλθεις κάτω ἀπό τή στέγη τοῦ σπιτιοῦ μου. Ἀλλά πές αὐτό πού θέλεις μόνο μ’ ἕναν ἁπλό λόγο, καί θά γιατρευθεῖ ὁ δοῦλος μου. 9 Διότι κι ἐγώ ἄνθρωπος εἶμαι κάτω ἀπό ἐξουσία καί παίρνω διαταγές ἀπό ἀνωτέρους, ἀλλά κι ἔχω στίς διαταγές μου στρατιῶτες· καί λέω σ’ ἕνα στρατιώτη: πήγαινε· καί πηγαίνει. Καί σ’ ἄλλον λέω, ἔλα, κι ἔρχεται. Καί στό δοῦλο μου λέω, κάνε αὐτό, καί τό ἐκτελεῖ. Πόσο μᾶλλον θά ἐκτελεσθεῖ ὁ δικός σου λόγος. Διότι ἐσύ δέν εἶσαι κάτω ἀπό τίς διαταγές κανενός, ἀλλά ἔχεις ἐξουσία πάνω σέ ὅλες τίς ἀόρατες δυνάμεις! 10 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἄκουσε τά λόγια του αὐτά, θαύμασε καί εἶπε σ’ ἐκείνους πού τόν ἀκολουθοῦσαν: Ἀληθινά σᾶς λέω, τόσο μεγάλη πίστη δέν βρῆκα οὔτε ἀνάμεσα στούς Ἰσραηλίτες, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὁ ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ. 11 Σᾶς διαβεβαιώνω λοιπόν ὅτι πολλοί σάν τόν ἑκατόνταρχο θά ἔλθουν ἀπό ἀνατολή καί δύση, ἀπ’ ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου, καί θά καθίσουν μαζί μέ τόν Ἀβραάμ, τόν Ἰσαάκ καί τόν Ἰακώβ στό εὐφρόσυνο δεῖπνο τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. 12 Ἐνῶ ἐκεῖνοι πού κατάγονται ἀπό τόν Ἀβραάμ καί σύμφωνα μέ τίς ἐπαγγελίες καί ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ εἶναι κληρονόμοι τῆς βασιλείας, θά ριχθοῦν ἔξω ἀπ’ αὐτήν, στό σκοτάδι πού εἶναι τελείως ἀπομακρυσμένο ἀπό τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ θά κλαῖνε καί θά τρίζουν τά δόντια τους. 13 Καί εἶπε ὁ Ἰησοῦς στόν ἑκατόνταρχο: Πήγαινε στό σπίτι σου κι ἄς γίνει σέ σένα ὅπως τό πίστεψες (ὅτι δηλαδή μόνο μέ τό λόγο μου καί ἀπό μακριά μπορῶ νά θεραπεύσω τό δοῦλο σου). Καί πράγματι ἐκείνη τή στιγμή θεραπεύθηκε ὁ δοῦλος του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου