Στη Βαβυλώνα
κατοικούσε ένας Ιουδαίος που ονομαζόταν Ιωακείμ. Αυτός είχε σύζυγο μια γυναίκα
που το όνομά της ήταν Σωσάννα, κόρη του Χελκία· ήταν πάρα πολύ όμορφη και
θεοσεβής. Οι γονείς της ήταν ευσεβείς και είχαν διαπαιδαγωγήσει, την κόρη τους
σύμφωνα με το νόμο του Μωυσή.
Ο Ιωακείμ ήταν πολύ πλούσιος και είχε
στο σπίτι του παραδεισένιο κήπο. Πολλοί Ιουδαίοι τον επισκέπτονταν για να τον
συμβουλευθούν, γιατί τον εκτιμούσαν περισσότερο από κάθε άλλον.
Το χρόνο εκείνο αναδείχτηκαν από το
λαό δύο πρεσβύτεροι, δηλαδή γέροντες κατά την ηλικία, ως κριτές, δικαστές, οι
οποίοι όμως πολύ απείχαν από το να κυβερνούν σωστά το λαό. Για ανθρώπους σαν κι
αυτούς ο Κύριος είχε πει ότι «η αδικία προέρχεται από τη Βαβυλώνα από
ηλικιωμένους δικαστές, οι οποίοι εμφανίζονται ως κυβερνήτες του λαού». Σύχναζαν
κι αυτοί στο σπίτι του Ιωακείμ και έρχονταν να τους συμβουλευθούν όλοι όσοι
είχαν μεταξύ τους διαφορές.
Το μεσημέρι, που έφευγε ο κόσμος,
ερχόταν η Σωσάννα και έκανε τον περίπατό της στον κήπο του άνδρα της. Οι δύο
πρεσβύτεροι την παρατηρούσαν κάθε μέρα που πήγαινε και περπατούσε και
καταλαμβάνονταν από φλογερή επιθυμία γι’ αυτήν. Με το μυαλό σκοτισμένο
προσήλωναν τα μάτια τους σ’ αυτήν, αντί να τα στρέφουν στον ουρανό για προσευχή·
δεν σκέπτονταν πως ήταν υπεύθυνοι δικαστές του λαού. Ήταν και οι δύο κυριευμένοι
από το ερωτικό πάθος γι’ αυτήν, αλλά δεν φανέρωνε ο ένας στον άλλον τα
αισθήματά του, γιατί ντρέπονταν που επιθυμούσαν να έλθουν σε σαρκική σχέση μαζί
της. Αναζητούσαν λοιπόν με λαχτάρα κάθε μέρα ευκαιρία για να την κοιτάζουν.
Ένα μεσημέρι ο ένας είπε στον άλλον:
Ας πάμε σπίτι μας τώρα· είναι ώρα για φαγητό. Φεύγοντας όμως, πήραν
διαφορετικούς δρόμους και σε λίγο γύρισαν και οι δύο πίσω και συναντήθηκαν στο
ίδιο σημείο. Ρωτώντας ο ένας τον άλλον για το λόγο που είχαν επιστρέψει,
φανερώθηκε η κοινή τους επιθυμία. Τότε αποφάσισαν μαζί, ποιά θα ήταν η κατάλληλη
μέρα που θα μπορούσαν να ξεμοναχιάσουν τη Σωσάννα.
Όταν ήλθε εκείνη η μέρα, οι δύο
πρεσβύτεροι παραμόνευαν και είδαν τη Σωσάννα που μπήκε ως συνήθως με δύο μόνο
δούλες· ήθελε να κάνει το μπάνιο της στον κήπο γιατί έκανε ζέστη. Δεν ήταν
κανείς εκεί, εκτός από τους δύο πρεσβυτέρους, που ήταν κρυμμένοι και την
αποθαύμαζαν. Η Σωσάννα είπε στις θεραπαινίδες της: «Φέρτε μου λάδι και αλοιφή
και κλείστε τις πόρτες του κήπου για να κάνω μπάνιο». Εκείνες έκαναν όπως τις
διέταξε η Σωσάννα. Έκλεισαν τις πόρτες του κήπου και βγήκαν από τις πλαϊνές
πόρτες, για να φέρουν ό,τι τους παρήγγειλε· δεν είδαν όμως τους πρεσβυτέρους
στην κρυψώνα τους.
Όταν έφυγαν τα δύο κορίτσια,
σηκώθηκαν οι δύο πρεσβύτεροι και έτρεξαν κοντά στη Σωσάννα και της είπαν: «Οι
πόρτες του κήπου είναι κλειστές και κανείς δεν μας βλέπει. Σε ποθούμε και οι
δύο. Έλα, μη μας αρνηθείς να ενωθείς σαρκικά μαζί μας, αλλιώς θα σε
κατηγορήσουμε ότι ήταν μαζί σου κάποιος νεαρός και γι’ αυτό έδιωξες τις δούλες
από κοντά σου».
Η Σωσάννα στέναξε και είπε: «Αχ πως
έμπλεξα έτσι! Αν υποκύψω, με περιμένει ο θάνατος για μοιχεία. Αν δεν υποκύψω,
πάλι δεν γλυτώνω από τα χέρια σας. Καλύτερα όμως είναι να μην υποκύψω και ας
πέσω στα χέρια σας, παρά να αμαρτήσω στον Κύριο».
Ξαφνικά έβαλε τις φωνές, αλλά άρχισαν
να φωνάζουν και οι δύο πρεσβύτεροι εναντίον της. Ο ένας μάλιστα έτρεξε και
άνοιξε τις πόρτες του κήπου. Μόλις όμως άκουσαν τις φωνές από τον κήπο αυτοί
που ήταν στο σπίτι, πήδησαν μέσα από την πλαϊνή πόρτα για να δουν τι συνέβαινε
στη Σωσάννα. Οι πρεσβύτεροι είπαν την αιτία που φώναζαν και οι υπηρέτες
καταντροπιάστηκαν, γιατί ουδέποτε μέχρι τότε είχε ακουστεί κάτι τέτοιο για τη
Σωσάννα .
Την άλλη μέρα, όταν είχε συγκεντρωθεί
κόσμος στο σπίτι του άνδρα της Σωσάννας, του Ιωακείμ, ήλθαν οι δύο πρεσβύτεροι
για να πραγματοποιήσουν το παράνομο σχέδιό τους εναντίον της Σωσάννας και να
πετύχουν τη θανατική της καταδίκη. Είπαν λοιπόν μπροστά σε όλους: «Στείλτε
ανθρώπους να φέρουν εδώ τη Σωσάννα, κόρη του Χελκία και γυναίκα του Ιωακείμ».
Έτσι και έκαναν. Ήλθε τότε εκείνη, οι γονείς της, τα παιδιά της και όλοι οι
συγγενείς της.
Η Σωσάννα είχε εξαίρετα χαρακτηριστικά,
ήταν πολύ κομψή και όμορφη εξωτερικά. Είχε όμως καλύψει το πρόσωπό της και γι’
αυτό τη διέταξαν οι παράνομοι κριτές να το ξεσκεπάσει, για να απολαύσουν την
ομορφιά της. Οι δικοί της και όλοι όσοι ατένισαν το πρόσωπό της έκλαιγαν.
Τότε σηκώθηκαν οι δύο πρεσβύτεροι
μπροστά στη σύναξη και, ενώ ορκίζονταν, έβαλαν τα χέρια τους στο κεφάλι της.
Αυτή όμως κλαίγοντας κοίταξε τον ουρανό, γιατί η καρδιά της είχε εμπιστοσύνη
στον Κύριο. Τότε είπαν οι πρεσβύτεροι:
«Ενώ εμείς περπατούσαμε στον κήπο μόνοι,
μπήκε αυτή με δύο δούλες, έκλεισε τις πόρτες του κήπου και άφησε τις δούλες να
φύγουν. Τότε την πλησίασε ένας νεαρός που μέχρι τότε ήταν εκεί κάπου
κρυμμένος και πλάγιασε μαζί της. Εμείς ήμασταν στη γωνία του κήπου, είδαμε την
παρανομία, τρέξαμε προς τα εκεί και τους είδαμε να συνευρίσκονται. Εκείνον δεν
μπορέσαμε να τον πιάσουμε, γιατί ήταν πιο δυνατός από μας· άνοιξε τις πόρτες
και έφυγε. Πιάσαμε όμως αυτήν και τη ρωτήσαμε ποιός είναι ο νεαρός, αλλά δεν θέλησε
να μας το φανερώσει. Αυτά είχαμε να καταθέσουμε».
Η σύναξη τους πίστεψε, επειδή ήταν
πρεσβύτεροι στην ηλικία και δικαστές, και την καταδίκασαν σε θάνατο. Τότε η
Σωσάννα φώναξε δυνατά και είπε:
«Αιώνιε Θεέ, εσύ που είσαι γνώστης
των κρυπτών και γνωρίζεις τα πάντα πριν γίνουν, ξέρεις καλά ότι αυτοί οι
πρεσβύτεροι μαρτύρησαν ψέματα εναντίον μου· και τώρα πρέπει να πεθάνω χωρίς να
έχω κάνει τίποτε απ’ όσα αυτοί μηχανεύθηκαν εναντίον μου».
Ο Κύριος άκουσε τη Σωσάννα που του
ζήτησε βοήθεια, κι ενώ την οδηγούσαν στο θάνατο, αφύπνισε την άγια συνείδηση
κάποιου νέου που ονομαζόταν Δανιήλ και φώναξε δυνατά:
—«Ο Θεός να με απαλλάξει από την
ευθύνη για το φόνο αυτής της γυναίκας»!
Ο κόσμος όλος στράφηκε προς αυτόν και
τον ρώτησε τι σημαίνουν αυτά τα λόγια.
Ο Δανιήλ στάθηκε ανάμεσά τους και
τους είπε:
—«Μα είστε στα καλά σας Ισραηλίτες;
Καταδικάσατε σε θάνατο μια Ισραηλίτισσα χωρίς ανάκριση και χωρίς να αποδειχθεί
η αλήθεια; Γυρίστε πίσω στα δικαστήρια, ψέματα είπαν αυτοί εναντίον της».
Έτσι γύρισαν όλοι αμέσως πίσω. Τότε
οι άλλοι πρεσβύτεροι του είπαν:
—«Εμπρός, πάρε θέση δικαστή ανάμεσά
μας και πες μας τί ξέρεις, γιατί σε σένα έχει δώσει ο Θεός σοφία γερόντων».
Ο Δανιήλ τους είπε: «Πάρτε μακριά τον
ένα πρεσβύτερο από τον άλλο και θα τους εξετάσω χωριστά».
Κάλεσε τον πρώτο και του είπε:
«Γέρασες αμαρτάνοντας. Τώρα θα τιμωρηθείς για όλες τις αμαρτίες που έχεις κάνει.
Μέχρι τώρα έβγαζες αποφάσεις άδικες· καταδίκαζες τους αθώους και αθώωνες τους
ενόχους, ενώ ο Κύριος λέει να μη θανατώσεις τον αθώο και τον δίκαιο. Τώρα
λοιπόν, εάν πράγματι είδες τη Σωσάννα να αμαρτάνει, λέγε: Κάτω από τί δένδρο
τους είδες να συνευρίσκονται;». Εκείνος απάντησε: «Κάτω από ένα σχίνο».
Τότε ο Δανιήλ είπε: «Να, που είπες ψέματα,
γιατί ο άγγελος του Θεού έχει λάβει κιόλας εντολή από τον Θεό να σε σχίσει στα
δύο ».
Τον κράτησε μακριά και διέταξε να φέρουν
τον άλλο. «Απόγονε του Χαναάν και όχι του Ιούδα», του είπε, «η ομορφιά σε παρέσυρε
και η παράνομη επιθυμία διέφθειρε το μυαλό σου. Έτσι κάνατε στις Ισραηλίτισσες
και εκείνες, επειδή φοβόντουσαν, έπεφταν στην αμαρτία μαζί σας. Αλλά αυτή η
Ιουδαία δεν υπέκυψε στην παρανομία σας. Τώρα λοιπόν πες μου: Κάτω από τί δένδρο
τους έπιασες να συνευρίσκονται;».
Εκείνος απάντησε: «Κάτω από ένα πουρνάρι».
Και ο Δανιήλ είπε: «Νάτο, ψέμα είπες κι εσύ, που μάλιστα στρέφεται εναντίον
σου! Ο άγγελος του Θεού σε περιμένει με το ξίφος του, για να σε κόψει στα δύο
και να σε αφανίσει».
Όλη η σύναξη τότε άλλαξε και δόξασε
τον Θεό, που σώζει όσους ελπίζουν σ’ Αυτόν. Έπειτα επιτέθηκαν εναντίον των δύο
πρεσβυτέρων και τους έκαναν ό,τι εκείνοι είχαν σκεφθεί να κάνουν στη
συμπατριώτισσά τους, γιατί ο Δανιήλ απέδειξε ότι έλεγαν ψέματα. Εφήρμοσαν το
νόμο του Μωυσή και τους εκτέλεσαν.
Έτσι σώθηκε η αθώα Σωσάννα εκείνη την
ημέρα. Ο Χελκίας και η γυναίκα του δόξασαν τον Θεό για την κόρη τους τη Σωσάννα
μαζί με τον Ιωακείμ, τον άνδρα της, και όλους τους συγγενείς τους, γιατί δεν
βρέθηκε ένοχη για καμιά αισχρή πράξη. Όσο για τον προφήτη Δανιήλ, από την ημέρα
εκείνη και μετά, απέκτησε μεγάλη φήμη μέσα στο λαό.
Η Εκκλησία τίμησε τη δίκαιη Σωσάννα
και την κατέταξε μαζί με τους Προπάτορες του Κυρίου στη χορεία των Αγίων της. Η
μνήμη της τιμάται την Κυριακή της προ Χριστού Γεννήσεως, τη λεγομένη «Κυριακή
των Προπατόρων».
(«Το πάθος της συκοφαντίας», εκδ.
Ετοιμασία, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 2006, σ. 45-52)
http://www.diakonima.gr/2015/06/16/%CE%B7-%CE%B4%CE%AF%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CE%B7-%CF%83%CF%89%CF%83%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B1/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου