Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

Το Ευαγγέλιο της ημέρας

Δευτέρα 10/10/2016  δ΄ βδ. Λουκ (Λκ. ζ΄ 36 - 50):
36 ρώτα δέ τις ατν τν Φαρισαίων να φάγ μετ᾿ ατο· κα εσελθν ες τν οκίαν το Φαρισαίου νεκλίθη. 37 κα δο γυν ν τ πόλει τις ν μαρτωλός, κα πιγνοσα τι νάκειται ν τ οκί το Φαρισαίου, κομίσασα λάβαστρον μύρου 38 κα στσα πίσω παρ τος πόδας ατο κλαίουσα, ρξατο βρέχειν τος πό­­δας ατο τος δάκρυσι κα τας θριξ τς κεφαλς ατς ξέμασσε, κα κατεφίλει τος πόδας ατο κα λειφε τ μύρ. 39 δν δ Φαρισαος καλέσας ατν επεν ν αυ­τ λέγων· οτος ε ν προφήτης, γίνωσκεν ν τίς κα ποταπ γυν τ­ις ­­­πτε­ται ατο, τι ­μαρτω­λός ­­­στι. 40 κα ποκριθες ησος επε πρς ατόν· Σίμων, ­­­χω σοί τι επεν. δέ φησι· διδάσκαλε, επέ. 41 δύο χρεωφειλέται σαν δανειστ τινι· ες φειλε δηνάρια πεντακόσια, δ τερος πεντήκοντα.
 42 μ χόντων δ ατν ­ποδοναι, μφοτέροις ­χα­ρίσατο. τίς ον ατν, επέ, πλεον ατν γαπή­σει; 43 ποκριθες δ Σίμων επεν· πολαμβάνω τι τ πλεον χαρίσατο. δ επεν ατ· ρθς κρινας. 44 κα στραφες πρς τν γυνακα τ Σίμωνι φη· βλέπεις ταύτην τν γυνακα; εσλθόν σου ες τν οκίαν, δωρ π τος πόδας μου οκ δωκας· ατη δ τος δάκρυσιν βρεξέ μου τος πόδας κα τας θριξ τς κε­φαλς ατς ξέμαξε. 45 φίλημά μοι οκ δωκας· ατη δ φ᾿ ς εσλθεν ο διέλιπε καταφιλοσά μου τος πόδας. 46 λαί τν κεφαλήν μου οκ λειψας· ατη δ μύρ λειψέ μου τος πόδας. 47 ο χάριν λέγω σοι, ­φέ­ωνται α μαρτίαι ατς α πολλαί, τι γάπησε πο­λύ· δ λίγον φίεται, ­λίγον γαπ. 48 επε δ ατ· φέωνταί σου α μαρτίαι. 49 κα ρξαντο ο συνανακείμενοι λέγειν ν αυτος· τίς οτός στιν, ς κα ­μαρ­τίας φίησιν; 50 επε δ πρς τν γυνακα· πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου ες ερήνην.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
36 Κάποιος πό τούς Φαρισαίους παρα­καλοσε τόν ησο νά φάει μαζί του. Καί πράγματι ησος μπ­κε στό σπίτι το Φαρισαίου ατο καί γειρε κοντά στήν τράπεζα, πως τότε συνήθιζαν ο νθρωποι. 37 Καί δού, στήν πόλη ατή ζοσε μία γυναίκα πού ταν μαρτωλή. Ατή ταν πληροφορήθηκε τι η­σος εναι καθισμένος καί τρώει στό σπίτι το Φαρισαί­ου, φερε να γγεο πό λάβαστρο γεμάτο πό μύ­ρο, 38 κι φο στάθηκε κοντά στά πόδια του, πίσω πό τό τραπέζι, πως ταν καθισμένος Κύριος, καθώς σκε­πτόταν τίς μαρτίες της, ξέσπασε σέ κλάματα. Καί ρχισε νά βρέχει τά πόδια του μέ τά φθονα δάκρυά της καί τά σκούπιζε μέ τά μαλλιά της. Συγχρόνως μάλιστα φιλοσε μέ ελαβική γάπη τά πόδια του καί τά λειφε μέ τό μύρο. 39 ταν μως τό εδε ατό Φαρισαος πού τόν κάλεσε στό γεμα, σκέφτηκε καί επε πό μέσα του: Ατός άν ταν προφήτης, θά γνώριζε μέ τό διορατικό πνεμα πού χουν ο προφτες ποιά εναι καί ποιά διαγωγή καί διεφθαρμένη ζωή χει γυναίκα ατή πού τόν γγίζει. Θά γνώριζε δηλαδή τι εναι μαρτωλή. 40 Τότε ησος, παντώντας στίς πόκρυφες ατές σκέψεις το Φαρισαίου, το επε: Σίμων, χω κάτι νά σο π. Κι ατός το επε: Διδάσκαλε, πές μου. 41 πρχαν δύο νθρωποι πού χρωστοσαν χρήματα σέ κάποιον δανειστή. νας χρωστοσε πεντακόσια δηνάρια (μερομίσθια), λλος πενήντα. 42 Κι πειδή δέν εχαν νά δώσουν πίσω τά δανεικά, δανειστής χάρισε τό χρέος καί στούς δύο. Πές μου λοιπόν τώρα, ποιός πό τούς δύο θά το χρωστ μεγαλύτερη εγνωμοσύνη καί θά τόν γαπήσει περισσότερο; 43 Τότε Σίμων το ποκρίθηκε: Νομίζω τι θά τόν γαπήσει περισσότερο κενος πού δανειστής το χάρισε τό περισσότερο χρέος. Το επε ησος: ρθά κρινες. 44 Τότε στράφηκε πρός τή γυναίκα καί επε στό Σίμωνα: Βλέπεις ατή τή γυναίκα; Μπκα στό σπίτι σου καί δέν μο ριξες νερό γιά νά πλύνω τά πόδια μου· ατή μως χι μέ φυσικό νερό λλά μέ τά δια τά δάκρυά της μο βρεξε τά πόδια καί μο τά σκούπισε μέ τά μαλλιά της. 45 σύ δέν μο δωσες φίλημα οτε στό πρόσωπο· ατή μως π’ τήν ρα πού μπκε δέν σταμάτησε μέ πολλή ταπείνωση νά μο καταφιλε τά πόδια. 46 σύ δέν μο λειψες τό κεφάλι μέ πλό λάδι, πού εναι τόσο φθηνό· ατή μως μέ πανάκριβο μύρο μο λειψε χι τό κεφάλι μου λλά τά πόδια μου. 47 Γι’ ατό λοιπόν σέ βεβαιώνω καί μάθε το, εναι συγ­­χωρημένες ο πολλές της μαρτίες, διότι γάπησε πολύ. Ζήτησε τήν φεση το χρέους τν μαρτιν της γεμάτη εγνωμοσύνη καί φοσίωση σέ μένα, πού θά τή συγχωροσα. κενος λοιπόν πού νομίζει τι δέν χρωστ πολλά καί γι’ ατό θεωρε τι το χαρίζεται λί­γο χρέος, λίγο γαπ, πως συμβαίνει καί μέ σένα. γυναίκα δηλαδή ατή μέ γάπησε ς σωτήρα της πολύ περισσότερο πό σένα, πού δέν ασθάνεσαι τόσο τήν νάγκη νά σέ σώσω. 48 Τότε ησος τς επε: Εναι συγχωρημένες ο μαρτίες σου. 49 Τότε ατοί πού κάθονταν μαζί στό τραπέζι ρχισαν νά λένε πό μέσα τους: Ποιός εναι ατός πού καί μαρ­τί­ες κόμη τολμ νά συγχωρε; 50 λλά ησος επε στή γυναίκα: σοι κάθονται μα­ζί μου στό τραπέζι δέν χουν τή δική σου πίστη. σύ λθες σέ μένα μέ τήν πεποίθηση τι θά λάβεις τήν φεση τν μαρτιν σου. πίστη σου ατή σέ σω­σε. Πήγαινε μέ ρεμη τή συνείδησή σου καί μέ τήν καρ­διά σου γεμάτη ερήνη. Καί πρόσεξε νά μή χάσεις πο­τέ τήν ερήνη ατή.


http://www.osotir.org/

 

 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου