Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Το Σύμβολο της Πίστεως

Ἡ ἴδια Ὀρθόδοξη Ὁμολογία, ἀπαράλλακτο τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, 17 αἰῶνες μετὰ

Σὲ μία ἐποχὴ καὶ σὲ ἕναν κόσμο ποὺ μὲ μῖσος ἀμφισβητεῖ καὶ μυωπικὰ ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς ὡς Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ὁμολογοῦμε τὴν ζωντανὴ παρουσία Του στὴ ζωή μας, μάλιστα ὡς Πατρὸς γεμάτου ἀγάπη καὶ ἔτσι ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογεῖ ὁ καθένας μας καὶ ὅλοι μαζί: Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα.

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ δύναμη τοῦ «κοσμοκράτορος τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (Ἐφ. στ΄ 12) φαίνεται νὰ κυριαρχεῖ παντοῦ καὶ νὰ κατευθύνει τὰ πάντα, ἐμεῖς ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μας στὸν Θεὸ πατέρα ὡς Παντοκράτορα, ὁ ὁποῖος εἶναι ἰσχυρότερος τοῦ κοσμοκράτορος, ἀφοῦ «μείζων ἐστὶν ὁ ἐν ἡμῖν ἢ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Α΄ Ἰω. δ΄ 4).

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἐπιστρατεύει τὴν ἐπιστήμη, προκειμένου νὰ πείσει ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἀποτέλεσμα τυχαιότητος ἢ αὐτόματης γένεσης καὶ ἀντικαθιστᾶ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀόριστη ἔννοια τῆς τύχης, ταυτόχρονα δὲ ὑποστηρίζει ὅτι ὑπάρχει μόνον ὅ,τι βλέπουμε καὶ ψηλαφοῦμε καὶ πείσμονα ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξη μὴ ὁρατοῦ κόσμου, ἐμεῖς ὁμολογοῦμε Θεὸν δημιουργόν, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων, δηλαδὴ καὶ ὅλου τοῦ ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου κόσμου.

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ παλινδρομεῖ ἀνάμεσα στὴν ἀσεβῆ ἀπόδοση ἀνθρώπινων ἀδυναμιῶν καὶ παθῶν στὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἀμφισβήτηση τῆς ἱστορικῆς παρουσίας Του, ἐμεῖς διακηρύσσουμε τὴν προαιώνια ἐκ τοῦ Πατρὸς γέννησή Του καὶ τὴν τέλεια θεότητά Του καὶ ὁμολογοῦμε καὶ σήμερα ὅτι πιστεύουμε καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων. Φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινόν, ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο.

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ διερωτᾶται ποῦ εἶναι ὁ Θεός, ποὺ δυσκολεύεται νὰ τὸν διακρίνει καὶ βιάζεται νὰ τὸν ἀπορρίψει, ἐμεῖς ἀναφωνοῦμε ὅτι «μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός», καὶ ὁμολογοῦμε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν τέλειον Θεὸν καὶ τέλειον ἄνθρωπον, τὸν μόνον ἀναμάρτητον, τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα.

Σὲ μιὰ ἐποχὴ καὶ σὲ ἕναν κόσμο ποὺ «μισεῖ καὶ διώκει, ἀρνεῖται καὶ σταυρώνει τὸν Κύριον», ποὺ θεωρεῖ τὸν λόγο τῆς θυσίας Του «μωρίαν ἢ σκάνδαλον», ἐμεῖς τὸν ἀναγνωρίζουμε ὡς «Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν» (Α΄ Κορ. α΄ 24) καὶ Τὸν ὁμολογοῦμε ὡς ζῶντα Θεὸν σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου καὶ παθόντα καὶ ταφέντα.

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ φοβεῖται τὸν θάνατο καὶ τὸν ἀρνεῖται, ἐπειδὴ ἀγνοεῖ τὴν ζωὴ καὶ τὴν πολεμᾶ υἱοθετῶντας εὐγονικὲς καὶ εὐθανασιακὲς ἀντιλήψεις καὶ πρακτικές, ποὺ στὸν λεγόμενο πολιτισμένο καὶ ἀναπτυγμένο κόσμο γιὰ κάθε παιδὶ ποὺ γεννιέται ἔχει καταστρέψει διπλάσια ἔμβρυα, ἐμεῖς διακηρύσσουμε τὴν πίστη μας στὴ συντριβὴ τοῦ θανάτου διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο ὁμολογοῦμε καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς Γραφάς. Τὸν ὁμολογοῦμε ὄχι θῦμα τῆς ἱστορίας, οὔτε ὡς θεατὴ τοῦ κόσμου ἢ ἁπλῶς πρότυπο πρὸς μίμησιν, ἀλλὰ ὡς νικητὴν τοῦ θανάτου καὶ Θεὸν «κλώμενον καὶ ἐκχυνόμενον, προσφερόμενον καὶ διαδιδόμενον», κοινωνούμενον, ὅτι δηλαδὴ ὑπάρχει στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ νὰ μετέχεται καὶ νὰ κοινωνεῖται ἀπὸ τοὺς πιστούς, οἱ ὁποῖοι «γεύονται καὶ βλέπουσιν ὅτι Χριστὸς ὁ Κύριος» (Ψαλμ. λγ΄ 9).

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ συνηθίζει μόνον νὰ κρίνει καὶ ὄχι νὰ κρίνεται, ποὺ ἀρνεῖται τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ περιφρονεῖ τὶς ἐντολές Του, ἐμεῖς ζοῦμε μὲ τὴν προσδοκία τῆς δευτέρας παρουσίας Του, τὸ φρόνημα τῆς ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ ἀπολογίας μας καὶ τὴν πίστη στὴν αἰώνια βασιλεία Του. Γι’ αὐτὸ καὶ Τὸν ὁμολογοῦμε καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός• καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος.

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ πνευματικὸ πολιτισμό, ἀλλὰ ἀγνοεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀρνεῖται τὴν θεϊκὴ παράκληση καὶ χάρι, ποὺ ζεῖ ἀπαράκλητα μέσα στὴν ὑλιστικότητα καὶ στὴν ἐφημερότητα, ἐμεῖς ὡς Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ Κύριον, τὸ Ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν Προφητῶν, καὶ ὁμολογῶντάς το ὡς Παράκλητον λαλοῦντα διὰ τῶν Πατέρων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ζοῦμε μὲ τὴν προσδοκία τῆς χάριτός Του.

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ αὐτοχαρακτηρίζεται ὡς μεταχριστιανική, ποὺ μετατρέπει τοὺς ναούς της σὲ ἀγορές καὶ καταστήματα, σὲ χώρους διασκέδασης καὶ γυμναστήρια, ποὺ ἀρνεῖται τὴ γνώση τῆς ἀλήθειας, ποὺ ζεῖ μέσα σὲ διχασμοὺς καὶ διαιρέσεις, ἐμεῖς ζοῦμε τὴν Ἐκκλησίαν ὡς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικήν. Ὡς Μία, μόνον αὐτὴ περικλείει μέσα της τὸν Χριστὸ καὶ «πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. ιστ΄ 13) ∙ ὡς Ἁγία ζεῖ καὶ κηρύττει αὐθεντικὰ τὴν μετάνοια, τὴν ταπείνωση καὶ τὸν ἁγιασμό, «οὗ χωρὶς οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον» (Ἑβρ. ιβ΄ 14)∙ ὡς Καθολικὴ, ἀγκαλιάζει ὅλον τὸν κόσμο καὶ τὴν κτίση, ἔχει ἐπαγγελία «ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης» (Α΄ Τιμ. δ΄ 8), κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς ἀληθείας καὶ ἐπιθυμεῖ «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. β΄ 4) «μαθητεύουσα πάντα τὰ ἔθνη» (Ματθ. κη΄ 19)∙ ὡς δὲ Ἀποστολικὴ τηρεῖ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ζεῖ κατὰ τὸ πρότυπο τῆς ζωῆς τους καὶ διαφυλάσσει τὴν πίστη τους ἀπαράλλακτη.

Σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἔχει συντρίψει τὸν ἄνθρωπο στὸ ἐπίπεδο τῆς βιολογικῆς ὀντότητος καὶ μόνον, ποὺ τὸν ἀναγνωρίζει μόνον ὡς μηχανὴ ποὺ τεχνολογεῖται ἢ πληροφορία ποὺ προγραμματίζεται ἢ κοινωνικὴ ὀντότητα μὲ συμφέροντα, δικαιώματα καὶ ὑποχρεώσεις, ποὺ μηδενίζει κάθε προοπτική του, ποὺ ἰσοπεδώνει τὴν ἀξία του∙ σὲ ἕναν κόσμο ποὺ ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὸν Θεὸ ἀπεγνωσμένα παλεύει γιὰ τὴ ζωὴ καὶ κληρονομεῖ μονίμως τὸν θάνατο, ποὺ προσπαθώντας μὲ τὴν τεχνολογία του νὰ ἐνδυναμώσει τὴν ἀνθρώπινη φύση (human enhancement, transhumanism), τελικὰ τὴν καταργεῖ, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸ πρόσωπο τῶν ἁγίων της καὶ ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐλευθερώνει καὶ τὴν ὑπερβαίνει θεώνοντάς την καὶ καθιστῶντάς την μεθεκτικὴν τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀναγνωρίζουμε τὸν ἄνθρωπο ὡς πλασμένον «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ» (Γεν. α΄ 26), ὡς «ζῶον θεούμενον», ὡς κεκλημένον νὰ γίνει «θείας κοινωνὸς φύσεως» (Β΄ Πέτρ. α΄ 4), ὡς διὰ τοῦ βαπτίσματος «ἄνωθεν γεγεννημένον» (Ἰω. γ΄ 7) ὡς «μὴ ἔχοντα ᾧδε μένουσαν πόλιν ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦντα» (Ἑβρ. ιγ΄ 14). Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι μαζὶ καὶ ὁ καθένας μας χωριστὰὁμολογοῦμεν ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ προσδοκῶμεν ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.


    
Ἴνδικτος 2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου