Όταν ο Μέγας Αντώνιος ήταν ακόμη πολύ νέος στην
ηλικία κι αρχάριος στην άσκηση, έπεσε σε ακηδία. Αγωνιζόταν ολομόναχος βαθιά
στην έρημο, δεν είχε οδηγό κι οι λογισμοί άρχισαν να του φέρνουν σύγχυση. Δεν
έχασε όμως την εμπιστοσύνη του στο Θεό. Γονάτισε και προσευχήθηκε μ' αυτά τα
λόγια:
-Κύριε, θέλω να σωθώ, αλλά δε μ' αφήνουν ούτε στιγμή ήσυχο οι λογισμοί μου. Δεν έχω άλλον από Σε, Κύριέ μου, να με διδάξει τι να κάνω. Μη θελήσεις ποτέ να με αφήσεις.
-Κύριε, θέλω να σωθώ, αλλά δε μ' αφήνουν ούτε στιγμή ήσυχο οι λογισμοί μου. Δεν έχω άλλον από Σε, Κύριέ μου, να με διδάξει τι να κάνω. Μη θελήσεις ποτέ να με αφήσεις.
Η προσευχή τον ανακούφισε. Αμέσως πήρε και την απάντηση που ζητούσε. Μόλις σηκώθηκε είδε στην άλλη άκρη του κελιού του έναν άλλο Αντώνιο, καθισμένο σε σκαμνί να πλέκει ψαθί. Στάθηκε σαστισμένος και τον παρακολουθούσε. Σε λίγο τον είδε ν' αφήνει το εργόχειρο και να προσεύχεται με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό. Ύστερα ξανακάθισε στο εργόχειρο και πάλι σηκώθηκε για προσευχή. Στο τέλος στράφηκε
-Κάνε κι εσύ το ίδιο και θα σωθείς. Κι έγινε άφαντος!
Τότε κατάλαβε ο Αντώνιος πως ο Θεός του έστειλε τον Άγγελό του να τον διδάξει. Πήρε θάρρος και δόθηκε στην άσκηση με μεγάλη υπομονή και προθυμία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου